Τελικά, πότε το βάζουμε το τελικό "ν";
Ο προφορικός λόγος έχει κάποια χαρακτηριστικά που τον κάνουν να διαφέρει από τον γραπτό: είναι πιο πρόχειρος, πιο βιαστικός και, συνήθως, βγαίνει πιο απρόσεκτα και ατημέλητα.
Ο γραπτός λόγος από την άλλη είναι πιο επίσημος και προσεκτικός.
Μπορεί όταν μιλάμε, λόγω της βιασύνης και της προχειρότητας να ακούγεται πως λέμε π.χ. «το Γιώργο», «το δρόμο», «τη Μαρία», «δε θέλω», «μη φωνάξεις», όμως οι σωστοί τύποι είναι «τον Γιώργο», «τον δρόμο», «την Μαρία», «δεν θέλω», «μην φωνάξεις».
Παρομοίως, ακούγεται να λέμε [πχιοσ] αλλά εννοούμε (και γράφουμε) «ποιος».
Λέμε [χοργιό] αλλά εννοούμε (και γράφουμε) «χωριό».
Λέμε [ζημνιά] αλλά εννοούμε (και γράφουμε) «ζημιά».
κλπ.
Όσον αφορά το τελικό «ν», λοιπόν, οι άνθρωποι που συνέταξαν τους κανόνες για την χρήση του, όσο σοφοί και να ήταν (που ήταν), έκαναν ένα βασικό, πολύ βασικό λάθος: Αγνόησαν τις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ γραπτού και προφορικού λόγου· και τις αγνόησαν επιλεκτικά.
Ενώ, δηλαδή, μαθαίνουμε να γράφουμε το σωστό «ζημιά» και όχι αυτό που ακούγεται όταν μιλάμε [ζημνιά], από την άλλη, στην περίπτωση του τελικού «ν» μας λένε πως πρέπει να γράφουμε αυτό που ακούγεται (δε θέλω) και όχι το σωστό (δεν θέλω).
Για ποιον λόγο υπάρχει αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση ίδιων περιπτώσεων;
Γιατί να γράφουμε «τη Μαρία», ή «μη φωνάξεις» και όχι «την Μαρία», ή «μην φωνάξεις»;
Γιατί το «ποιος» το γράφουμε με την σωστή του γραφή και όχι όπως το ακούμε (πχιος), ενώ το «δεν θέλω» πρέπει να το γράφουμε όπως το ακούμε (δε θέλω);
Δεν έχουμε ακούσει κανένα σοβαρό επιχείρημα υπέρ της επιλεκτικής χρήσης του τελικού «ν», και γι’ αυτό μας φαίνονται ανόητοι οι κανόνες για το πότε μπαίνει και πότε δεν μπαίνει το τέλος των λέξεων.
Η συνέπεια εξάλλου τής –χωρίς κανένα νόημα– απομνημόνευσης των κανόνων περί της χρήσης του ή μη έχει οδηγήσει στο φαινόμενο ένα σωρό άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, να προσπαθούν να ανασύρουν μηχανικά από την μνήμη τους το αν πρέπει να γράψουν «τη Πόπη» ή την «Πόπη», «τον καιρό» ή «το καιρό», κλπ. και πολλές φορές να γράφουν λάθος (τη καρέκλα, το καιρό, τη πέτρα, κλπ.)
Ακόμη και οι φανατικοί υποστηρικτές αυτών των κανόνων όμως, αν εκφραστούν με ειλικρίνεια, θα ομολογήσουν πως δεν θα ενοχληθούν καθόλου αν ακούσουν ή αν διαβάσουν «την Μαρία». Οι περισσότεροι ούτε θα το προσέξουν. Αντίθετα, θα ξενίσει και θα χτυπήσει άσχημα το άκουσμα φράσεων του τύπου «τη Πόπη», «το Πέτρο».
Ένα τελευταίο επιχείρημα υπέρ του τελικού «ν», αδιάφορο ίσως για αρκετούς, πολύ σημαντικό όμως για εμάς, είναι η αισθητική της γλώσσας. Ο φθόγγος [ν] παράγει έναν ήχο που ομορφαίνει και γλυκαίνει την ομιλία. Σκεφτείτε απλώς πόσο πιο μελωδικά ακούγονται λέξεις που τον περιέχουν.
Π.χ. τον ήχο της καμπάνας, ή έναν ήχο που θέλουμε να τον αποδώσουμε γλυκά, τον αποδίδουμε με λέξεις που εμπεριέχουν το "ν" (ντιν, ντριν, νταν, κλπ.)
Αντίθετα, τον ήχο που κάνει το σφυρί που καρφώνει, η πέτρα που σπάει, τα βράχια που γκρεμίζονται, κλπ. τον αποτυπώνουμε με λέξεις χωρίς "ν" (γκουπ, κραπ, γκαπ, κλπ.).
Συμπέρασμα
Το «ν» είναι ένα εύηχο γράμμα· ένα γράμμα που παράγει έναν όμορφο και γλυκόν ήχο.
Τα επιχειρήματα εναντίον της χρήσης του μας βρίσκουν κάθετα αντίθετους και γι’ αυτό δεν βλέπουμε κανέναν λόγο να συμμετέχουμε στην πολεμική εναντίον του.
Επειδή λοιπόν πιστεύουμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα από τα πιο γλυκά γράμματα της γλώσσας μας, γι' αυτόν τον λόγο εδώ μέσα τού δείχνουμε τον σεβασμό και την αγάπη μας, και αφήνουμε τον "πόλεμο" εναντίον του, με τους αναίτιους και ανούσιους κανόνες για το πότε μπαίνει και πότε όχι, σε άλλους, και μακριά από εδώ...
Ο γραπτός λόγος από την άλλη είναι πιο επίσημος και προσεκτικός.
Μπορεί όταν μιλάμε, λόγω της βιασύνης και της προχειρότητας να ακούγεται πως λέμε π.χ. «το Γιώργο», «το δρόμο», «τη Μαρία», «δε θέλω», «μη φωνάξεις», όμως οι σωστοί τύποι είναι «τον Γιώργο», «τον δρόμο», «την Μαρία», «δεν θέλω», «μην φωνάξεις».
Παρομοίως, ακούγεται να λέμε [πχιοσ] αλλά εννοούμε (και γράφουμε) «ποιος».
Λέμε [χοργιό] αλλά εννοούμε (και γράφουμε) «χωριό».
Λέμε [ζημνιά] αλλά εννοούμε (και γράφουμε) «ζημιά».
κλπ.
Όσον αφορά το τελικό «ν», λοιπόν, οι άνθρωποι που συνέταξαν τους κανόνες για την χρήση του, όσο σοφοί και να ήταν (που ήταν), έκαναν ένα βασικό, πολύ βασικό λάθος: Αγνόησαν τις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ γραπτού και προφορικού λόγου· και τις αγνόησαν επιλεκτικά.
Ενώ, δηλαδή, μαθαίνουμε να γράφουμε το σωστό «ζημιά» και όχι αυτό που ακούγεται όταν μιλάμε [ζημνιά], από την άλλη, στην περίπτωση του τελικού «ν» μας λένε πως πρέπει να γράφουμε αυτό που ακούγεται (δε θέλω) και όχι το σωστό (δεν θέλω).
Για ποιον λόγο υπάρχει αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση ίδιων περιπτώσεων;
Γιατί να γράφουμε «τη Μαρία», ή «μη φωνάξεις» και όχι «την Μαρία», ή «μην φωνάξεις»;
Γιατί το «ποιος» το γράφουμε με την σωστή του γραφή και όχι όπως το ακούμε (πχιος), ενώ το «δεν θέλω» πρέπει να το γράφουμε όπως το ακούμε (δε θέλω);
Δεν έχουμε ακούσει κανένα σοβαρό επιχείρημα υπέρ της επιλεκτικής χρήσης του τελικού «ν», και γι’ αυτό μας φαίνονται ανόητοι οι κανόνες για το πότε μπαίνει και πότε δεν μπαίνει το τέλος των λέξεων.
Η συνέπεια εξάλλου τής –χωρίς κανένα νόημα– απομνημόνευσης των κανόνων περί της χρήσης του ή μη έχει οδηγήσει στο φαινόμενο ένα σωρό άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, να προσπαθούν να ανασύρουν μηχανικά από την μνήμη τους το αν πρέπει να γράψουν «τη Πόπη» ή την «Πόπη», «τον καιρό» ή «το καιρό», κλπ. και πολλές φορές να γράφουν λάθος (τη καρέκλα, το καιρό, τη πέτρα, κλπ.)
Ακόμη και οι φανατικοί υποστηρικτές αυτών των κανόνων όμως, αν εκφραστούν με ειλικρίνεια, θα ομολογήσουν πως δεν θα ενοχληθούν καθόλου αν ακούσουν ή αν διαβάσουν «την Μαρία». Οι περισσότεροι ούτε θα το προσέξουν. Αντίθετα, θα ξενίσει και θα χτυπήσει άσχημα το άκουσμα φράσεων του τύπου «τη Πόπη», «το Πέτρο».
Ένα τελευταίο επιχείρημα υπέρ του τελικού «ν», αδιάφορο ίσως για αρκετούς, πολύ σημαντικό όμως για εμάς, είναι η αισθητική της γλώσσας. Ο φθόγγος [ν] παράγει έναν ήχο που ομορφαίνει και γλυκαίνει την ομιλία. Σκεφτείτε απλώς πόσο πιο μελωδικά ακούγονται λέξεις που τον περιέχουν.
Π.χ. τον ήχο της καμπάνας, ή έναν ήχο που θέλουμε να τον αποδώσουμε γλυκά, τον αποδίδουμε με λέξεις που εμπεριέχουν το "ν" (ντιν, ντριν, νταν, κλπ.)
Αντίθετα, τον ήχο που κάνει το σφυρί που καρφώνει, η πέτρα που σπάει, τα βράχια που γκρεμίζονται, κλπ. τον αποτυπώνουμε με λέξεις χωρίς "ν" (γκουπ, κραπ, γκαπ, κλπ.).
Συμπέρασμα
Το «ν» είναι ένα εύηχο γράμμα· ένα γράμμα που παράγει έναν όμορφο και γλυκόν ήχο.
Τα επιχειρήματα εναντίον της χρήσης του μας βρίσκουν κάθετα αντίθετους και γι’ αυτό δεν βλέπουμε κανέναν λόγο να συμμετέχουμε στην πολεμική εναντίον του.
Επειδή λοιπόν πιστεύουμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα από τα πιο γλυκά γράμματα της γλώσσας μας, γι' αυτόν τον λόγο εδώ μέσα τού δείχνουμε τον σεβασμό και την αγάπη μας, και αφήνουμε τον "πόλεμο" εναντίον του, με τους αναίτιους και ανούσιους κανόνες για το πότε μπαίνει και πότε όχι, σε άλλους, και μακριά από εδώ...
Αν παρ' όλα αυτά δεν σας πείσαμε...
Όσοι θέλουν, παρ’ όλα αυτά, για τους δικούς τους λόγους να εφαρμόζουν τους –αναίτιους και άσκοπους– κανόνες για το πότε βάζουμε τελικό «ν» και πότε όχι, αλλά μπερδεύονται, ας σκεφτούν τα παρακάτω (προσέχοντας την σημασία των επισημασμένων ρημάτων):
Το τελικό «ν» άλλες φορές δεν χρειάζεται να μπαίνει, ενώ άλλες φορές πρέπει να μπαίνει.
Τις φορές που δεν χρειάζεται να μπει, αν το βάλουμε δεν ακούγεται άσχημα, ούτε θα παραξενέψει κανέναν.
Τις φορές όμως που πρέπει να μπει, φαίνεται αμέσως το λάθος αν δεν το βάλουμε!
Π.χ.
Αν πούμε «την Γεωργία» αντί «τη Γεωργία», δεν θα ακουστεί άσχημα ή παράταιρα από κανέναν.
Αν όμως πούμε «το καιρό», «τη Πόππη», «το καθηγητή», κλπ. ακούγεται τραγικό!...
Επομένως υπάρχει η εξής απλή συμβουλή:
Όπου δεν είμαστε σίγουροι για το τελικό «ν»,
καλύτερα να το βάζουμε χωρίς να χρειάζεται,
παρά να μην το βάζουμε όταν πρέπει!
Όπου δεν είμαστε σίγουροι για το τελικό «ν»,
καλύτερα να το βάζουμε χωρίς να χρειάζεται,
παρά να μην το βάζουμε όταν πρέπει!