Συχνά, καθημερινά λάθη καθώς γράφουμε
Εκτός από όσα γράφουμε για αυστηρά προσωπική μας χρήση (σημειώσεις για ψώνια, προσωπικό ημερολόγιο, κλπ.) οτιδήποτε γράφουμε, το κάνουμε με σκοπό να το διαβάσει κάποιος, είτε είναι ένας φίλος μας είτε κάποιος άγνωστος αναγνώστης.
Όσο πιο συχνά ο αναγνώστης μας διακόπτει την ανάγνωσή του –έστω και για μισό δευτερόλεπτο– για να κατανοήσει μιαν ασάφεια του γραπτού μας, τόσο πιο πολύ θα κουραστεί διαβάζοντάς το, άρα και τόσο πιο μεγάλη πιθανότητα υπάρχει να σταματήσει να μας διαβάζει.
Αυτό σημαίνει πως ακυρώνεται η ενέργειά μας: να διαβάσουν οι άλλοι αυτό που γράφουμε.
Με λίγα λόγια, αυτό που θέλουμε είναι, οι αναγνώστες μας να κατανοούν όσο περισσότερα γίνεται από αυτά που γράφουμε, και στον μικρότερο δυνατό χρόνο.
Άρα, όταν γράφουμε αρκεί να εφαρμόζουμε δύο πράγματα:
Το πρώτο είναι η σωστή χρήση των σημείων στίξης. Το δεύτερο είναι να μην χρησιμοποιούμε λέξεις που θα προκαλούν ασάφεια στο κείμενό μας.
Μερικά τέτοια παραδείγματα ασάφειας παραθέτουμε παρακάτω.
Όσο πιο συχνά ο αναγνώστης μας διακόπτει την ανάγνωσή του –έστω και για μισό δευτερόλεπτο– για να κατανοήσει μιαν ασάφεια του γραπτού μας, τόσο πιο πολύ θα κουραστεί διαβάζοντάς το, άρα και τόσο πιο μεγάλη πιθανότητα υπάρχει να σταματήσει να μας διαβάζει.
Αυτό σημαίνει πως ακυρώνεται η ενέργειά μας: να διαβάσουν οι άλλοι αυτό που γράφουμε.
Με λίγα λόγια, αυτό που θέλουμε είναι, οι αναγνώστες μας να κατανοούν όσο περισσότερα γίνεται από αυτά που γράφουμε, και στον μικρότερο δυνατό χρόνο.
Άρα, όταν γράφουμε αρκεί να εφαρμόζουμε δύο πράγματα:
Το πρώτο είναι η σωστή χρήση των σημείων στίξης. Το δεύτερο είναι να μην χρησιμοποιούμε λέξεις που θα προκαλούν ασάφεια στο κείμενό μας.
Μερικά τέτοια παραδείγματα ασάφειας παραθέτουμε παρακάτω.
Γιατί στον γραπτό λόγο δεν πρέπει να απαντάμε με «γιατί»;
Στον προφορικό λόγο μπορούμε να διευκρινίσουμε με τον τόνο της φωνής μας αν το «γιατί» που χρησιμοποιούμε είναι για απάντηση ή για έμμεση ερώτηση.
Στον γραπτό λόγο δεν φαίνεται ο τονισμός της φωνής μας, έτσι η απάντηση με «γιατί» πολλές φορές δημιουργεί ασάφεια και μπερδεύει, άρα κουράζει, τον αναγνώστη.
Παράδειγμα από τίτλο εφημερίδας, αρχές του 2023 (δεν αλλάξαμε τα σημεία στίξης του δημοσιογράφου):
«Ο πρωθυπουργός δεν μπορεί, ούτε δικαιούται να κρύβεται. Οφείλει να δώσει εξηγήσεις γιατί παρακολουθούσε πολιτικούς, δημοσιογράφους και την ηγεσία του στρατεύματος.»
Ποιο είναι το νόημα της φράσης; Ο πρωθυπουργός οφείλει να δώσει εξηγήσεις για ποιον λόγο παρακολουθούσε τους άλλους, ή επειδή παρακολουθούσε τους άλλους;
(Παρατήρηση: Θα μπορούσε κάποιος να πει πως η χρήση ενός κόμματος πριν από το «γιατί» θα διευκρίνιζε εάν αυτό είναι αιτιολογικό ή ερωτηματικό. Όμως, πόσοι γνωρίζουν με τόσες λεπτομέρειες την χρήση του κόμματος;)
Γιατί στην άρνηση πρέπει να γράφουμε πάντοτε «δεν» (με τελικό "ν");
Παράδειγμα: Γράφουμε την πρόταση...
...«Πρώτα θα εξετάσουν τον ασθενή, κατόπιν δε θα συνεδριάσουν για το τι φάρμακο θα του δώσουν… (κλπ.)».
Στην παραπάνω πρόταση τι είναι το "δε"; Σύνδεσμος (με μεταβατική σημασία), ή το αρνητικό επίρρημα "δεν";
Πιθανόν στον αναγνώστη μας να έρθει σωστά στο μυαλό ο "μεταβατικός" σύνδεσμος ("Πρώτα θα εξετάσουν τον ασθενή και μετά θα συνεδριάσουν").
Όταν, όμως, βλέπει συνεχώς το αρνητικό επίρρημα "δε" (χωρίς "ν"), είναι ακόμη πιο πιθανό να σκεφτεί το αρνητικό "δεν"· και να μπερδευτεί· και να ψάχνει να βρει το νόημα της πρότασης. (Θα συνεδριάσουν οι γιατροί για το φάρμακο, ή δεν θα συνεδριάσουν;)
Ο αναγνώστης μας, λοιπόν, θα μπερδευτεί άσκοπα. Και δεν το θέλουμε!
«σ’ το» (με δύο λέξεις και απόστροφο) ή «στο»;
Γράφουμε "σ’ το έλεγα" και όχι "στο έλεγα", αφού το "σ’ το" είναι δύο λέξεις (η προσωπική αντωνυμία "σου" [εσένα] και το άρθρο “το”).
Ίδιας περίπτωσης είναι οι φράσεις: "σ’ το είπα", (σου το είπα), "σ’ τα βρήκα" (σου τα βρήκα), κλπ.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Στα "σόσιαλ μήντια" στα οποία γράφουμε με την προχειρότητα και την βιασύνη του προφορικού λόγου, προκειμένου να συνεχίσουμε να γράφουμε γρήγορα, αλλά να το κάνουμε και σωστά, μπορούμε απλώς να αφήνουμε απλώς ένα κενό μεταξύ "σ" και "το" ("σ το") για να φαίνεται πως δεν εννοούμε το άρθρο "στο".
«Να τος» (δύο λέξεις) ή «Νάτος (μία λέξη)»;
«Να τος!» λέμε.
Δύο λέξεις είναι: το μόριο [να] και η προσωπική αντωνυμία [τος] : (Να αυτός)!
«Για τι» (δύο λέξεις) ή «Γιατί» (μία λέξη);
• "Γιατί" γράφουμε, όταν εννοούμε "για ποιον λόγο". (Γιατί το έκανες αυτό; → Για ποιον λόγο το έκανες;)
• "Για τι" γράφουμε όταν εννοούμε π.χ. "για ποιο πράγμα". (Για τι μιλάς; → Για ποιο πράγμα μιλάς;)
Με μία ή με δύο λέξεις;
εξαιτίας ή εξ αιτίας; εξάλλου ή εξ άλλου; αφενός ή αφ' ενός; αφότου ή αφ' ότου; μεμιάς ή με μιας; καταγής ή κατά γης; επιτέλους ή επί τέλους; καλωσορίσατε ή καλώς ορίσατε;
(κλπ.)
Αν και κυκλοφορούν κάποια άρθρα με σκοπό να "θεωρητικοποιήσουν" την γραφή με μία ή δύο λέξεις, με διαφόρων ειδών κανόνες, η πραγματικότητα είναι πάρα, μα πάρα πολύ απλή:
Σε κάθε εποχή, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα (και στο μέλλον θα συνεχίσει να γίνεται το ίδιο) υπάρχουν άνθρωποι που δεν γνωρίζουν την σωστή χρήση μιας λέξης ή μιας φράσης και γι' αυτό γράφουν κάτι όπως το ακούνε.
Ακούνε π.χ. "εξ αιτίας" ή "κατά γης", νομίζουν πως είναι μία λέξη και γράφουν "εξαιτίας" ή "καταγής".
Έτσι, από την μια στιγμή στην άλλη, συνυπάρχουν δύο εκδοχές της ίδιας φράσης: με μία και με δύο λέξεις.
Αυτές οι δύο εκδοχές "πολεμούν" μεταξύ τους διαρκώς, μέσω των ανθρώπων που τις λένε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.
Κάποτε, ανάλογα με το πόσοι άνθρωποι θα την χρησιμοποιούν, θα επικρατήσει η μία μόνο εκδοχή. Η άλλη τότε θα βγει από τα λεξικά και θα θεωρηθεί "παλαιός τύπος της λέξης". Τόσο απλά!
Έτσι, λοιπόν, σε κάθε εποχή, άρα και σήμερα:
• Υπάρχουν λέξεις ή φράσεις που έχουν "νικήσει" τον παλαιό τύπο (π.χ. όλοι γράφουν "εξάλλου" αντί για το παλαιότερο "εξ άλλου").
• Υπάρχουν λέξεις ή φράσεις που βρίσκονται ακόμη σε "ισοπαλία" και θα περάσουν μερικά χρόνια μέχρι να δούμε νικητή (π.χ. πολλοί γράφουν "απέξω", όμως άλλοι τόσοι συνεχίζουν να γράφουν "απ' έξω").
Το ποιος τύπος θα νικήσει δεν το γνωρίζουμε:
Εξαρτάται απλώς και μόνον από το πόσο πολλοί άνθρωποι θα χρησιμοποιούν τον έναν ή τον άλλον τύπο.
Εξαρτάται, ακόμη, από το αν η εκάστοτε σχολική Γραμματική θα μαθαίνει στα παιδιά την σωστή χρήση των φράσεων ή θα "σέρνεται" πίσω από τα λάθη των ανθρώπων που δεν γνωρίζουν σε βάθος την Γλώσσα, προτού ακόμη καθιερωθούν αυτά.
Συμπέρασμα: Ο κάθε ένας (ναι, με δύο λέξεις μας αρέσει, επειδή θέλουμε να τονίσουμε το "κάθε"!) είτε μας αρέσει είτε όχι, χρησιμοποιεί τον τύπο τον οποίον θεωρεί πιο σωστό, ή που έχει δει άλλους να χρησιμοποιούν.
Τους νικητές θα τους δείξει μόνον ο χρόνος!
Πότε γράφουμε «ό,τι»; Πότε γράφουμε «ότι»;
Όταν το "ό,τι" σημαίνει "οτιδήποτε", βάζουμε πάντα υποδιαστολή.
Παράδειγμα:
«Πες μου ό,τι θες» (= Πες μου οτιδήποτε θες).
Όταν το "ότι" έχει την σημασία του "πως", το γράφουμε χωρίς υποδιαστολή.
Παράδειγμα:
«Πες μου ότι θες να… ...» (= Πες μου πως θες να… ...).
Παρατήρηση:
Δεν πρέπει να μπερδεύουμε την υποδιαστολή με το κόμμα. Διαφέρουν, παρ' όλο που συμβολίζονται με το ίδιο σημάδι:
Κόμμα λέμε αυτό που βάζουμε στις προτάσεις, ανάμεσα στις λέξεις.
Υποδιαστολή λέμε αυτό που βάζουμε: α) στο "ότι" [ό,τι], και β) στα μαθηματικά, στους δεκαδικούς αριθμούς [π.χ. 2,30].
«Παρ’ ότι» ή «παρ’ ό,τι»;
Το "παρ’ ότι" [και όχι "παρότι!] το γράφουμε χωρίς υποδιαστολή, επειδή σημαίνει "παρά το γεγονός ότι".
Παράδειγμα:
«Παρ’ ότι είσαι μικρή, είσαι πολύ ώριμη!» [Παρά το γεγονός ότι είσαι μικρή… ...].
(Το "ότι" εδώ έχει την έννοια τού "πως".)
«Απ’ ό,τι» ή «απ’ ότι»;
Το "απ’ ό,τι" [και όχι "απότι!"] το γράφουμε με υποδιαστολή, επειδή σημαίνει "από οτιδήποτε".
Παράδειγμα:
«Απ’ ό,τι ακούς, μην πιστεύεις τίποτα!» (Από οτιδήποτε ακούς... …)
«μού», «σού», «τού», «τής», κλπ. (με τόνο), ή
«μου», «σου», «του», «της», κλπ. (χωρίς τόνο);
α) Όταν υπάρχει περίπτωση οι αδύνατοι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών να μπερδευτούν με κλητικές, τότε πρέπει να βάζουμε τόνο. Αλλιώς, δεν χρειάζεται ο τόνος. (Προσοχή: Όχι "δεν πρέπει"· "δεν χρειάζεται"!)
Παραδείγματα:
"Η μητέρα μού είπε..." (η μητέρα είπε σε εμένα).
"Η μητέρα μου είπε..." (η δική μου μητέρα είπε).
β) Όταν γράφουμε μαζί κτητική και προσωπική αντωνυμία, τότε στην δεύτερη (προσωπική) βάζουμε τόνο.
Παράδειγμα:
"Η μητέρα μου μού είπε..."
Πότε γράφουμε «πού»; Πότε γράφουμε «που»;
Όταν με το "πού" ρωτάμε (άμεσα: «πού θα πας;», ή έμμεσα: «αναρωτήθηκε πού να πηγαίνει» - πού: τοπικό επίρρημα), βάζουμε τόνο.
Επίσης, στο "πού και πού" τονίζουμε και τα δύο.
Όταν δεν ρωτάμε («μου άρεσε αυτό που μου είπες» - που: αναφορική αντωνυμία / «μου είχαν πει που θα ’ρχόσουν» - που: ειδικός σύνδεσμος) το "που" δεν παίρνει τόνο.
Πότε γράφουμε «πώς»; Πότε γράφουμε «πως»;
Όταν με το "πώς" ρωτάμε (άμεσα: «πώς σε λένε;», ή έμμεσα: «αναρωτήθηκε πώς τον έλεγαν» - πώς: τροπικό επίρρημα), βάζουμε τόνο.
Επίσης, στο "πώς και πώς" τονίζουμε και τα δύο.
Όταν δεν ρωτάμε, δηλαδή όταν το "πως" έχει την σημασία τού "ότι" («νόμισε πως άκουσε έναν θόρυβο» [νόμισε ότι άκουσε… …] - πως: ειδικός σύνδεσμος) το "πως" δεν παίρνει τόνο.
«ο οποίος – η οποία – το οποίο, κλπ.», ή ένα απλό «που»;
Επειδή το «που» μπορεί να χρησιμοποιείται πολύ συχνά και πολύ εύκολα, δεν δίνει πάντα πολύ σαφές νόημα.
Μερικές φορές, ειδικά, φαίνεται καθόλου τι εννοούμε.
Παράδειγμα:
«Ο άνθρωπος που φάγαμε μαζί χθες, ήταν ο διευθυντής μου.»
Τι καταλαβαίνει κάποιος εδώ; Πιθανόν ότι χθες, μαζί με κάποιους, φάγαμε τον διευθυντή μου.
Εάν γράψω, όμως: «Ο άνθρωπος με τον οποίον φάγαμε μαζί χθες, ήταν ο διευθυντής μου», όλοι θα καταλάβουν πως απλώς χθες έφαγα (φάγαμε) μαζί με τον διευθυντή μου.
Συμπέρασμα:
Το "που" είναι μια χαρά λέξη, που μπορεί να χρησιμοποιείται απροβλημάτιστα. Όταν όμως υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί ασαφές νόημα, πρέπει να χρησιμοποιούμε την πλήρη αντωνυμία («ο οποίος, του οποίου, στην οποία, τις οποίες, των οποίων», κλπ.).
[λλ] ή [λ]; ("προβάλλω" ή "προβάλω"; "ανατέλλω" ή "ανατέλω;")
Στους διαρκείς χρόνους (Ενεστώτα, Παρατατικό, Διαρκή Μέλλοντα) βάζουμε πάντα [λλ].
Στους συνοπτικούς χρόνους (τους υπόλοιπους) βάζουμε [λ].
Παραδείγματα:
«Συνεχώς αναβάλλει τις δουλειές του» (δείχνει διάρκεια - Ενεστώτας: συνεχής χρόνος)
«Ο ήλιος το καλοκαίρι ανατέλλει νωρίς» (δείχνει διάρκεια - Ενεστώτας: συνεχής χρόνος)
«Το φεγγάρι ετοιμάζεται να προβάλει πίσω από το βουνό» (για μια στιγμή θα προβάλει - Υποτακτική Αορίστου, ή Συνοπτική Υποτακτική: συνοπτικός χρόνος).
Συμβουλή: Υπάρχει ένας πρακτικός τρόπος να γράφουμε σωστά:
Σκεφτόμαστε με το μυαλό μας ένα άλλο ρήμα που να μην έχει [λλ] (ας μην βγάζει νόημα, δεν μας ενδιαφέρει).
Αν το ρήμα το βάλουμε σε συνοπτικό χρόνο, τότε και το ρήμα με [λλ] θα είναι σε συνοπτικό χρόνο, οπότε θα το γράψουμε με [λ].
Παράδειγμα:
Αν αντί για το "προβάλλει" του προηγούμενου παραδείγματος βάζαμε άλλο ρήμα, π.χ. το "βγαίνει", τότε θα λέγαμε: «Το φεγγάρι ετοιμάζεται να βγει πίσω από το βουνό», δηλαδή θα χρησιμοποιούσαμε συνοπτικό χρόνο.
Άρα θα γράψουμε "προβάλει" (με [λ]).
2ο παράδειγμα:
«Συνεχώς αναβάλλει τις δουλειές του». Αντί για το "αναβάλλει" βάζουμε ένα άλλο ρήμα που μας έρχεται στο μυαλό, π.χ. το "φτιάχνει". Δεν βγαίνει ιδιαίτερο νόημα με το "φτιάχνει", αλλά δεν μας ενδιαφέρει.
Αφού λοιπόν θα λέγαμε «Συνεχώς φτιάχνει τις δουλειές του» και όχι «Συνεχώς φτιάξει τις δουλειές του», σημαίνει πως το ρήμα "αναβάλλω" βρίσκεται σε διαρκή χρόνο, άρα θα το γράψουμε με [λλ]: «Συνεχώς αναβάλλει τις δουλειές του».
«πιο» ή «ποιο»;
Όταν θέλουμε να συγκρίνουμε, χρησιμοποιούμε το "πιο".
Όταν ρωτάμε, χρησιμοποιούμε το "ποιος - ποια - ποιο"
Παραδείγματα:
«Νιώθω πιο καλά τώρα», «κάθισε λίγο πιο πέρα», κλπ.
«Ποιος είναι εκεί;», «Ποιο τραγούδι σου αρέσει;»
«πολύ, πολλή, πολλοί». «λ» ή «λλ»; «υ», «η», ή «οι»;
Στα γρήγορα:
Το [λ] πηγαίνει μόνο με υ": πολύ
Το [λλ] πηγαίνει με όλα τα υπόλοιπα "η", "οι", "ες", "α", κλπ. : πολλή, πολλοί, πολλές, πολλά, κλπ.
Ερώτηση:
Πώς θα ξέρουμε αν θα βάλουμε "υ", "η", ή "οι" στο "πολ* " (δηλαδή “πολλή”, “πολλοί”, “πολύ” );
Απάντηση:
Αν το [πολ**] συνοδεύει ΘΗΛΥΚΟ ουσιαστικό, γράφουμε "πολλή".
Αν το [πολ**] συνοδεύει ΑΡΣΕΝΙΚΟ ουσιαστικό στον ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟ, γράφουμε "πολλοί".
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, γράφουμε "πολύ".
Παραδείγματα:
«Με πολλή αγάπη» (αγάπη: θηλυκό ουσιαστικό)
«πολλοί άνθρωποι» (άνθρωποι: αρσενικό ουσιαστικό στον πληθυντικό)
«πολύ κρύο», «πολύ καλά», «μου αρέσει πολύ», κλπ. (οι υπόλοιπες περιπτώσεις).
«μεγέθυνση» ή «μεγένθυση»;
Η παράγωγη λέξη (η λέξη που "γεννά" τις άλλες) είναι "μέγεθος", όχι "μέγενθος".
Επομένως, από το "μέγεθος" βγαίνουν οι λέξεις "μεγέθυνση", "μεγεθύνω", "μεγεθυμένος", κλπ.
(Τα επόμενα παραδείγματα δεν δημιουργούν ασάφεια στο κείμενό μας· απλώς έχουν σχέση με την σωστή χρήση της γλώσσας μας.)
«καμμία» ή «καμία»;
Η λέξη "καμμία" βγαίνει από την φράση "ούτε καν μία":
καν + μία → κανμία → καμμία (το [ν] μπροστά από το [μ] μετατρέπεται σε [μ] - ίδια περίπτωση με την λέξη "συμμαθητής" [ <συν + μαθητής].
Επομένως το λογικό είναι να γράφουμε "καμμία".
Αλλιώς, θα έπρεπε επίσης να γράφαμε "συμαθητής, συμετέχω, συμαζεύω" κλπ.
{ Παρατήρηση: Για όσους βιάζονται να αποκρούσουν το παραπάνω με το επιχείρημα πως οι περισσότεροι πια γράφουν "καμία" και όχι "καμμία" οπότε δεν έχει νόημα να "κυκλοφορούμε" το "μμ", το αντεπιχείρημα είναι πως όσο πιο πολλά τέτοια λάθη υιοθετούνται από την επίσημη γραμματική, τόσο πιο δύσκολο γίνεται για κάποιον να μάθει να γράφει σωστά, αφού θα πρέπει να μαθαίνει "παπαγαλία" περισσότερα πράγματα.
Θα μαθαίνει π.χ. πως την λέξη "συμμαθητής" θα την γράφει με [μμ] λόγω της ένωσης του [ν] με το [μ], αλλά την ίδια στιγμή θα μαθαίνει πως την λέξη "καμμία" (που είναι ίδια περίπτωση) θα πρέπει να την γράφει "καμία" , με [μ].
Περισσότερες σκέψεις σχετικά με αυτά διαβάστε στην κεντρική σελίδα "Λίγα Γλωσσικά". }
«κάθε τι» (με δύο λέξεις) ή «καθετί»;
Την απάντηση την παίρνουμε εύκολα, αν προφέρουμε δυνατά την λέξη!
Θα δούμε πως σχεδόν πάντα τονίζουμε και τις δύο λέξεις ξεχωριστά, καθώς τις προφέρουμε: και στο "κά" και στο "τι".
«από ’μένα» και «από ’σένα» ή «από μένα» και «από σένα»;
Η προσωπική αντωνυμία (στην αιτιατική) είναι: "εμένα" και "εσένα", και όχι "μένα" ή "σένα"!
Επειδή κόβουμε την λέξη, βάζουμε απόστροφο στην θέση του γράμματος που λείπει, όπως κάνουμε σε κάθε λέξη από την οποία κόβουμε κάποια γράμματα.