Πασχαλινές Ιστορίες
Μια πασχαλινή ιστορία
Α. Διαβάστε την ιστορία σε e-book
ΚΛΙΚ στην εικόνα:
Β. Διαβάστε την ιστορία από εδώ:
Ακριβώς έναν μήνα πριν απ’ το Πάσχα, ο κυρ-Διονυσάκης απόχτησε ένα αρνί. Αυτό έγινε κυριολεχτικά στην τύχη.
Μια μέρα, δηλαδή, ο Τάκης ο Μπίμπας, ο φίλος του ο κουρέας και άσπονδος αντίπαλός του στο τάβλι, έβγαλε αυτό το αρνί στον κλήρο για ένα χιλιάρικο. Είδε και έπαθε να τον πείσει.
- Βρε, άσε με κάτω, χριστιανέ, έλεγε ο κυρ-Διονυσάκης. Πρώτο και κύριο, εγώ είμαι άτυχος άνθρωπος.
- Έλα ’δώ. Βάλε το δεκαεφτά και, αν δε σου πέσει, να μου πεις «φτου σου, ρε Μπίμπα!».
- Πρώτο και κύριο, τι να το κάνω εγώ ένα ολόκληρο πρόβατο;
- Αστειεύεσαι; Το Πάσχα έρχεται. Έχεις παιδιά, οικογένεια. Με ένα αρνί έντεκα κιλά θα τρως μια βδομάδα κρέας...
- Άκου ’δώ, φίλε μου, είπε τότε σοβαρά ο κυρ-Διονυσάκης. Πρέπει να ξέρεις ότι εγώ ποτέ στη ζωή μου δεν έχω σηκώσει μαχαίρι σε ζωντανό.
Ο κουρέας γέλασε την ώρα που τσέπωνε το χιλιάρικο.
- Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τόνε βγάλαμε! Άσε να σου πέσει πρώτα, και το σφάξιμο τ’ αναλαμβάνω εγώ.
Και σκύβοντας πάνω στον κατάλογό του, καταχώρισε φωναχτά: «Νούμερο 17, Διονυσάκης Γκολφινόπουλος. Άντε, καλή τύχη».
Και τα ’φερε έτσι ο Θεός.
Ο μικρός του κουρείου έχωσε το χέρι στην πλατιά τσέπη του Τάκη Μπίμπα και τραβά αυτό το νούμερο ανάμεσα σ’ άλλα διακόσια, που έκανε τον κυρ Διονυσάκη να μην πιστεύει στ’ αυτιά του. Και την ώρα που φώναξε πάλι ο κουρέας «νούμερο 17 Διονυσάκης Γκολφινό –» άρπαξε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, δυνατό.
Έτσι έγινε με τ’ αρνί. Ο κυρ-Διονυσάκης, ζαλισμένος ακόμα και έχοντας την πεποίθηση ότι απο ’δώ και πέρα η τύχη του άλλαξε, το τράβηξε απ’ το σχοινί και το πήγε σπίτι.
Τα δυο μικρά παιδιά έκαναν μεγάλες χαρές κι όλοι μες στην αυλή το δέχτηκαν έτσι, ακόμα και ο σκύλος, χωρίς να ζηλέψει, γιατί ήταν ένα αρνί πολύ όμορφο πραγματικά, σαν αυτά που ζωγραφίζονται: με τόσο κάτασπρο μαλλί! Με τόση υπομονή! Δεν υπάρχει άλλο ζώο χωρίς άμυνα.
Ήταν ένα λιβαδάκι με φουντωμένες ελιές μπροστά στην γραμμή. Αυτοί που ταξιδεύανε το πρωί με το τρένο και κάθονταν στο δεξί παράθυρο βλέπανε μια στράτα από λεύκες, ένα κόκκινο αγρόχτημα, ένα πηγάδι με κληματαριές. Η κυρά-Μαρία ερχότανε στην αυλή κρατώντας ανασηκωμένες τις άκρες της ποδιάς της.
Το πρωί φώναζε τις κότες. Υπήρχε κι ένας περιστερώνας και μια κατσίκα με τα παιδιά της, αλλά μόνο το αρνί είχε προορισμό να σφαχτεί το Πάσχα.
Το τρένο περνά μπροστά γρήγορα, με τα παράθυρά του γεμάτα εικόνες εξοχής. Αμέσως μετά ερχόταν η πόλη, με μια εντύπωση στενόχωρη, σκούρα ή εκτυφλωτική. Ο ταξιδιώτης νομίζει πως η πόλη ορμά όλο και πιο γρήγορα κατά πάνω στην εξοχή και μόνο οι λεύκες αντιστέκονται στους τοίχους. Και τα «σπαθιά» των αθανάτων γύρω στο αγρόχτημα. Καθώς περνά πρωί μεσημέρι, έχει την εντύπωση πολιορκίας, που στενεύει όσο γρήγορα φεύγει το τρένο και μπαίνει στους δρόμους της πόλης.
Κάπου εκεί είναι το κουρείο του Τάκη Μπίμπα, είκοσι λεπτά με τα πόδια. Και πριν φύγει με τ’ αρνί του, ο κυρ-Διονυσάκης δεν ξέχασε να ζητήσει κατηγορηματική διαβεβαίωση.
- Εντάξει, του είπε ο κουρέας. Την Μεγάλη Παρασκευή πρωί-πρωί θα ’ρθω να το σφάξω εγώ. Να μένεις ήσυχος.
Ήταν ήσυχος.
Η άνοιξη ερχόταν πολύ όμορφη μες στον αυλόγυρο. Ο κυρ-Διονυσάκης τ’ απογεύματα ασχολούνταν με τα ζώα και τα ποτιστικά. Η γυναίκα του με τα λουλούδια.
Φέτος έχουμε Πάσχα στις 3 Μαΐου κι οι πασχαλιές μερικές φορές δεν είν’ εντάξει στο ραντεβού. Κάποτε βιάζονται, κάποτε βαριούνται και μαραίνονται.
Η κυρά-Μαρία κόβει βιολέτες και γαρίφαλα για τον επιτάφιο, που γίνεται άσπρος και μωβ.
Μια βδομάδα πιο πριν, ο κυρ-Διονυσάκης τράβηξε ένα κόκκινο σημάδι πάνω στο ασπρόμαλλο αρνάκι. Έτσι κάνουν την Μεγάλη Βδομάδα όσοι έχουν έναν «μόσχο σιτευτό». Κουβέντιασε με την γυναίκα του:
- Για πότε λες;
- Την Κυριακή του Πάσχα.
- Λες δηλαδή να το βάλουμε στην σούβλα;
- Ναι. Θα ’ναι πολύ όμορφα στην αυλή, αν έχει λιακάδα. Να καλέσουμε και τους κουμπάρους με τα παιδιά.
- Μ’ αρέσει η ιδέα σου, είπε ο κυρ-Διονυσάκης. Θα πάρω κληματόβεργες για τη θράκα.
Το ίδιο απόγευμα ετοίμασε το μέρος κοντά στο πηγάδι, έφερε ένα φόρτωμα κληματόβεργες και μια σούβλα.
- Θα σκάψω τον λάκκο κοντά στο πηγάδι, έλεγε. Θα βάλω τα δυο τραπέζια κοντά-κοντά. Μπορεί να ’ρθουν κι αποβραδίς στην Ανάσταση. Να κάνουμε λίγη γαρδούμπα και μαγειρίτσα. Θα περάσουμε θαύμα, ε;
- Μόνο που πρέπει να το σφάξουμε το δίχως άλλο τη Μεγάλη Παρασκευή, είπε η κυρά-Μαρία.
- Δίχως άλλο.
Το μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης έπαιξε ένα ταβλάκι με τον κουρέα κι έχασε. Είχε όμως μια ευχαρίστηση ήσυχη. Αύριο ολημέρα χτυπούν οι καμπάνες λυπητερά, τίποτ’ άλλο δεν γίνεται στον κόσμο. Την μέρα αυτή την αγαπά πιο πολύ απ’ όλες, δεν είναι ανθρώπινη. Και την παράλλη νύχτα, τα μεσάνυχτα, θα χτυπήσουν ξαφνικά όλες οι καμπάνες μαζί.
Δεν υπάρχει πιο σπουδαίο γεγονός απ’ την Ανάσταση. Θυμήθηκε λοιπόν το αρνάκι. Εξάλλου νήστευε κιόλας.
Και του λέει:
- Τάκη, λοιπόν δεν πιστεύω να με ξέχασες, ε;
- Για τι πράμα μιλάς;
- Για τ’ αρνάκι.
- Δεν είπαμε; Άσ’ το σ' εμένα.
- Αύριο πρωί θα σε περιμένω. Κοίτα μην τυχόν και …
- Καλά, βρε αδερφέ!
- Όχι «καλά»! Πρέπει να ξέρεις ότι εγώ ποτέ στη ζωή μου δεν έχω σηκώσει μαχαίρι σε ζωντανό.
Την άλλη μέρα ήτανε Μεγάλη Παρασκευή, που χτυπούσαν οι καμπάνες λυπητερά. Τα περισσότερα προβατάκια είχανε μια κόκκινη βούλα στη ράχη, σημάδι θανάτου. Μερικά το είχανε καταλάβει.
Ο κουρέας όμως δεν ήρθε στο ραντεβού.
Ο κυρ-Διονυσάκης σηκώθηκε μια ώρα πιο πριν και τον περίμενε. Βγήκε στην αυλόπορτα και κοίταξε στον δρόμο. Η ώρα περνούσε κι όλο μουρμούριζε και ανησυχούσε. Ήταν βέβαιος πως η κυρά-Μαρία θα του ’λεγε σε λίγο: «Δεν μπορούμε να περιμένουμε τον φίλο σου. Πρέπει να το σφάξουμε μόνοι μας».
Πήγε ως τον σταθμό και περίμενε τέσσερα τραίνα.
Τίποτα …
Άμα ξαναγύρισε, η κυρά-Μαρία τού λέει:
- Δεν μπορούμε να περιμένουμε τον φίλο σου. Πρέπει να το σφάξουμε μόνοι μας.
Νευρίασε:
- Καλά, βρε αδελφέ! Πώς κάνεις έτσι;
Ξυπνήσανε και τα παιδιά, βγήκαν έξω και τα περιστέρια. Όλα όμως κρατούσαν παράξενη σιωπή. Ακούγανε τις μακριές καμπάνες.
Ο κυρ-Διονυσάκης τράβηξε μακριά απ’ την γυναίκα του γεμάτος σκέψεις. «Αχ! Τι μου ’κανες Τάκη Μπίμπα!... Το ’ξερα γώ!...»
Φυσικά ποτέ, ποτέ δε θα το ’σφαζε μόνος του. Θεός φυλάξοι! Μια φορά είχε κόψει το δάχτυλό του με το μαχαίρι, λίγο αίμα και λιποθύμησε. Και μερικές φορές, καθώς περπατούσε στο μονοπάτι, λοξοδρομούσε απότομα, κοντεύοντας να χάσει την ισορροπία του, επειδή βρέθηκε μπροστά του ένας αμέριμνος μπάμπουρας.
«Γιατί τα σφάζουνε τα αρνάκια;»
Ωστόσο κόντευε μεσημέρι και ο Τάκης ο Μπίμπας δεν φαινότανε. Τότε, λέει στην γυναίκα του:
- Θα πάω σπίτι του να τον βρω.
Άμα μπήκε στο τρένο ξεφυσώντας στεναχωρημένος, κατά σύμπτωση κάθισε πλάι σ’ έναν γνωστό του.
- Διονυσάκη, για πού το ’βαλες; Σεκλετισμένον σε βλέπω.
- Ναι, δεν είμαι καθόλου καλά.
- Τι έχεις;
- Έχω ένα αρνάκι. Κάποιος μου υποσχέθηκε να ’ρθει να το σφάξει. Ούτε φάνηκε. Γι’ αυτό πάω τώρα να τον βρω.
- Δεν μπορείς να το σφάξεις μόνος σου;
- Εγώ; Πρέπει να ξέρεις ότι εγώ δεν έχω σηκώσει ποτέ μου μαχαίρι σε ζωντανό. Καλώς ή κακώς, δεν μπορώ να το κάνω αυτό.
Ο κουρέας καθότανε αρκετά μακριά από τον σταθμό. Ο κυρ-Διονυσάκης λοξοδρόμησε και περπατούσε. Οι καμπάνες γέμιζαν τον αέρα με πένθιμο ήχο, πότε σιγά, πότε πιο δυνατά, πότε κοντά, πότε μακριά. Τι κρίμα να ’ναι τώρα γεμάτη ανησυχία η θλίψη της Μεγάλης Παρασκευής! Του ’τυχε μια δυσκολία στην ζωή κι είναι ταραγμένος.
Και το σπίτι όμως του Μπίμπα ήταν άδειο. Τα παντζούρια κλειστά. Ένα σκυλί ήταν δεμένο κοντά στην βρύση και ούρλιαζε όλη την ώρα με παράπονο. Βέβαια, του κυρ Διονυσάκη του κακοφάνηκε πολύ ο μάταιος δρόμος και θύμωσε με τον κουρέα όσο ποτέ.
Κι ένα άλλο ήθελε να ήξερε:
«Όσο καιρό θ’ απουσιάζεις στην εκδρομή σου, ελεεινέ άνθρωπε, τί θα τρώει το σκυλί σου; »
Έτσι δύσκολα πέρασε η μέρα της Μεγάλης Παρασκευής.
Το βράδυ ήρθε ήσυχο, δίχως ελαφρό αεράκι που να σβήνει τα κεράκια των επιταφίων. Η οικογένεια γύρισε σπίτι. Νηστεύανε.
Αύριο την νύχτα, μετά την Ανάσταση, θα γυρίσουνε σπίτι με άσπρα κεριά και τότε θα φάνε. Η μαγειρίτσα γίνεται με ψιλοκομμένα συκωτάκια κι αυγολέμονο. Ύστερα θα τσουγκρίζανε τα αυγά. Τα παιδιά την Λαμπρή θα μπορούν να έρχονται να γυρίζουν από λίγο την σούβλα. Κι ο ουρανός θα είναι πεντακάθαρος την ημέρα της Λαμπρής, δίχως τα σγουρόμαλλα κοπάδια του.
Ο κυρ-Διονυσάκης όμως βλέπει το αρνάκι να ’ναι ακόμα δεμένο πλάι στην κορομηλιά και να βόσκει αμέριμνο.
«Αχ, σκοτούρα μου» αναστέναξε. Και σκέφτεται την νηστεία, που τελειώνει τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου.
Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου όλα σωπαίνουν. Κανείς δεν μιλάει. Τα παιδιά ξέρουν ότι κάτι σοβαρό γίνεται, κάτι πολύ σοβαρό θα γίνει σήμερα. Δεν παίζουν.
Έχουν καθίσει σταυροπόδι στην χλόη, κάτω απ’ την κορομηλιά, κοντά στ’ αρνί, και το παρακολουθούν με τα τρομαγμένα μάτια τους. Ο κυρ-Διονυσάκης, που προσπαθεί να βρει μια σοβαρή δουλειά εκεί γύρω, πάει κι έρχεται ολόγυρα στην κορομηλιά.
Η ώρα του μεσημεριού έρχεται σιγά-σιγά με στεναγμούς. Η κυρά-Μαρία άσπρισε το πηγάδι, τον κορμό της κληματαριάς, τα πεζούλια. Τότε για μια στιγμή στυλώθηκε στα πόδια της και γυρίζοντας του λέει:
- Ήθελα να ’ξερα τι περιμένεις!
- Ποιος; Εγώ;
- Όχι, εγώ!
- Καλά, ντε!
Ένιωθε όλα τα βλέμματα στυλωμένα πάνω του. Αναγκαστικά λοιπόν πήγε ως την κουζίνα και είδε τα οικιακά σκεύη. Είδε τις κατσαρόλες όλες στη θέση τους, να και μια σούβλα όρθια στον τοίχο! Να κι ένα μεγάλο μαχαίρι! «Έχουμε δυο μαχαίρια τέτοια».
Ξανακατέβηκε γρήγορα και βγήκε στον δρόμο. Ένιωσε τα μάτια της γυναίκας του να του βαραίνουν την πλάτη και ντράπηκε. Η αλήθεια είναι ότι στο Εσκί Σεχίρ δεν είχε πολεμήσει, δεν έπιασε ούτε μαχαίρι ούτε τουφέκι. Συνόδευε ένα φορτηγό αυτοκίνητο, που τις περισσότερες μέρες έμενε κολλημένο στην λάσπη. Τέλος πάντων, δεν είναι ντροπή να μην ξέρεις να σφάζεις!
Αποφάσισε να πάει να παρακαλέσει έναν γείτονα. Από ’κεί άρχιζε η πόλη.
Ο πρώτος γείτονας ήταν ακόμα με τις πιτζάμες.
- Καλημέρα, γείτονα! Καλή Ανάσταση!
- Καλημέρα, γείτονα.
- Θα μπορούσες να μου κάνεις μια μεγάλη χάρη, γείτονα;
- Ευχαρίστως, αν περνά από το χέρι μου.
- Έχω ένα προβατάκι και δεν μπορώ να το σφάξω. Όχι τίποτ’ άλλο, είναι θηλυκό και το λυπάμαι, δε βαστώ. Μήπως θα μπορούσες, αγαπητέ μου γείτονα;
- Τι δηλαδή; Να το σφάξω;
- Ναι, αν σου είναι εύκολο.
- Αχ, γείτονα μου, θα το πιστέψεις; Εγώ δεν μπορώ να σκοτώσω ούτε κουνούπι. Πρέπει να σου πω ότι ποτέ στη ζωή μου δεν έχω σηκώσει μαχαίρι σε ζωντανό.
Ο κυρ-Διονυσάκης στάθηκε κατάπληχτος. Για λίγη ώρα κοίταζε τον γείτονα με γουρλωμένα μάτια, ώσπου τον πήρανε τέτοια γέλια, ώστε και ο γείτονας άρχισε να γελάει, κι οι δυο γελούσανε σαν να κατρακυλούσανε νερά.
- Ώστε κι εσύ λοιπόν δεν μπορείς; Είπε ο κυρ-Διονυσάκης. Τι μου λες, φίλε μου; Κι όμως δεν είναι τίποτα ξέρεις! Μια χραπ! Κι όλα πάνε στο καλό.
- Το ξέρω, κι όμως δεν μπορώ. Να, όπως κι εσύ…
- Χα χα! Καλό Πάσχα φίλε μου, ό,τι επιθυμείς!
- Καλό Πάσχα, γείτονά μου, και με συγχωρείς…
Τότε ο κυρ-Διονυσάκης γύρισε πίσω και με γρήγορο βήμα ανέβηκε στην κουζίνα. Η γυναίκα του τον έβλεπε, καθώς και τα παιδιά. Απορημένοι. Ύστερα από λίγο το κεφάλι του φάνηκε στο παράθυρο και της φώναξε θυμωμένος:
- Δε μου λες, κυρά-Μαρία, πού διάβολο έχεις το μεγάλο μαχαίρι;
- Δεν το βλέπεις; Εκεί…
- Καλά, καλά. Δεν είν’ ανάγκη! Το βρήκα…
Μια κατσαρόλα ακούστηκε να πέφτει κι αμέσως ύστερα ένα μαχαίρι να τροχίζεται στο μάρμαρο. Όλοι σήκωσαν το κεφάλι τους ν’ αφουγκραστούνε.
Αυτό κράτησε ασυνήθιστη ώρα. Ήταν φανερό πως ο άνθρωπος τρόχιζε το μαχαίρι ταραγμένος, το μυαλό του δεν ήταν εδώ.
Επιτέλους ο κυρ-Διονυσάκης φάνηκε στην πόρτα. Ήτανε λιγάκι χλωμός. Κρατούσε στ’ αριστερό του ένα μεγάλο μαχαίρι.
Στο κατώφλι στάθηκε δυο λεπτά. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε μακριά. Ορισμένως, σκεφτότανε τον Αττίλα. Έχει διαβάσει γι’ αυτόν. Αμέσως κατεβαίνει βλοσυρός τις σκάλες και, περνώντας δίπλα απ’ την γυναίκα του, προστάζει αυστηρά:
- Πάρε μέσα τα παιδιά.
Η κυρά-Μαρία, τρομαγμένη, έκανε γρήγορα ό,τι της είπε. Το ένα παιδάκι όμως είχε καταλάβει εδώ και τρεις μέρες:
- Τι θα κάνει, μαμά;
- Σιωπή … Σιωπή!
Απ’ το παράθυρο της τραπεζαρίας βγήκε ένα παιδικό κλάμα. Αμέσως ο κυρ-Διονυσάκης νιώθει τα γόνατά του να λυγίζουν. Βάζει δύναμη να προχωρήσει κατά την κορομηλιά.
Δεν θέλει να’ χει τίποτα στο μυαλό του εξόν από το αρνάκι στην σούβλα, κι όμως τα αυτιά του γεμίζουν απ’ τις φωνές της λιακάδας: τα περιστέρια γουργουρίζουν στον ήλιο.
Βλέπει τα πουλιά. Βλέπει τις κότες. Βλέπει τον σκύλο ξαπλωμένο, ευτυχισμένο. Να κι η γάτα, που τρίβεται κατευχαριστημένη στα κάγκελα. Κι όσο για το αρνάκι, εκεί κοντά στο πηγάδι, καθώς βόσκει αμέριμνο, του φαίνεται εξαιρετικά απασχολημένο.
Τι ωραία που είναι η ζωή!
Έκανε μεταβολή και μπήκε αποφασιστικά στο σπίτι. Η κυρά-Μαρία και τα παιδιά τρομαγμένα στην ποδιά της τον περίμεναν και τον κοιτάζανε κατάματα, σαν να μπήκε μέσα ένας φονιάς.
- Άκου ’δώ, γυναίκα, της λέει. Κάτι θα βρεθεί να φάμε κι εμείς. Πάντως, πρέπει να σου πω ένα πράμα: εγώ ποτέ στη ζωή μου δε σήκωσα μαχαίρι σε ζωντανό! Αυτός είμαι, αν σ’ αρέσω!
Κι εκεί που ήτανε αποφασιστικά στυλωμένος σαν δέντρο, τα δυο μικρά ορμάνε πάνω του με χαρούμενες φωνές.
Αυτός ένιωθε να ξελαφρώνει.
Η κυρά-Μαρία χώθηκε ολόκληρη μες στο κελάρι κι εκεί την επήρανε τα γέλια.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ, ΓΙΟΥΛΗ ΑΥΓΕΡΙΝΑΚΟΥ (Πηγή: antigrafeus.blogspot.gr)
Η θυσία
Μια ιστορία πασχαλινή (του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη)
Μια φορά κι έναν καιρό –πάνε τώρα χρόνια– μια σκοτεινή κι αλλόκοτη βραδιά, ο Χριστός κατέβηκε στον κόσμο.
Πρώτη φορά κατέβαινε στη Γη και μοναχός Του βάδιζε στην τύχη· ήταν ένα βράδυ ζεστό και τρυφερό, ένα δρομάκι ήσυχο φαινότανε μπροστά Του, ο ήλιος μόλις είχε βασιλέψει. Και καθώς πήρε το δρομάκι εκείνο, βγήκε προς τη μεριά της Ιουδαίας.
Φορούσε ρούχα ταπεινά και απλά, κι ακουμπούσε μαλακά σ’ ένα κλαρί, που μόλις το ’χε κόψει μέσ’ στο δάσος· δεν μπορούσε κανείς να Τον γνωρίσει, κανείς να Τον γνωρίσει κι από τίποτα –εξόν απ’ τα μεγάλα Του τα μάτια, που φέγγανε γλυκά μέσ’ στο σκοτάδι, σα δυο μεγάλα σιωπηλά φεγγάρια· έμοιαζε τώρα σαν προσκυνητής, από ’κείνους που ξεκινάνε για τόπους μακρινούς, και ζούνε διακονεύοντας στον δρόμο το ψωμί τους.
Τα ρόδα τ’ ανοιξιάτικα μοσκοβολούσαν τώρα. Γύρω ήταν απλωμένη ησυχία· τ’ άστρα φεγγοβολούσανε ψηλά, με τα γλυκά τρεμουλιαστά τους φώτα.
Κι έτσι που περπατούσε αφαιρεμένος, βυθισμένος πάντα μέσ’ στις σκέψεις Του, είδε άξαφνα, στο στρίψιμο του δρόμου, ένα πλήθος άλλα φώτα που βαδίζανε, και φτάναν τώρα, όλα μαζί, σαν ένας μεγάλος αστερισμός· τράβηξε τότε προς αυτά τα φώτα, μαντεύοντας πως σίμωνε σε κάποια πολιτεία. Κι αληθινά, εκεί, σ’ αυτό το μέρος, ήτανε μια μεγάλη πολιτεία, που, καθώς πλησίαζε, μεγάλωνε, κι άρχιζε πια να ξεχωρίζει και τα σπίτια της: ήταν όλα γύρω φωτισμένα –κι ήταν παντού η ίδια φωταψία, σάμπως να γινόταν πανηγύρι· ερχόταν, όσο σίμωνε, στ’ αυτιά Του, το βουητό και των ανθρώπων οι φωνές. Κι όταν έφτασε ακόμα πιο σιμά, είδε να προβάλλουν από πέρα, ένα πλήθος άνθρωποι που φώναζαν, και βαστούσαν πέτρες και κοντάρια, κι αναμμένους κόκκινους δαυλούς· ήταν άντρες, γυναίκες και παιδιά, και φώναζαν μαζί, και βλαστημούσαν, και χτυπούσαν τον αέρα με τις βέργες, σκούζοντας ώρες-ώρες σαν τρελοί.
Κι όταν άρχισε να βλέπει πιο καλά, είδε, μπροστά, να περπατάνε στρατιώτες, με λόγχες, με λοφία και με κράνη· κι είχανε στη μέση κάποιον άνθρωπο· κι ο άνθρωπος αυτός ήταν ξυπόλητος, όλο κουρέλια γύρω κι ελεεινός· στα μαλλιά του είχανε βάλει ένα στεφάνι αγκάθια και τσουκνίδες, και κουβαλούσε μ’ αγωνία κάποιο ξύλο.
Τα μάγουλα του ήταν γδαρμένα κι όλο αίματα, γιομάτα χώματα, φτυσιές κι ακαθαρσίες. Και το πλήθος γύρω του βοούσε, σα θάλασσα φριχτή κι ανταριασμένη. Και των πυρσών οι κόκκινες ανταύγειες, φωτίζανε παράξενα τα σπίτια, κι έκαναν να χορεύουν οι σκιές, μεγαλωμένες των ανθρώπων οι σκιές, στους φωτισμένους τοίχους, γύρω-γύρω. Τότε ο Χριστός, σπρωγμένος απ’ το πλήθος, πήγε σ’ έναν άνθρωπο σιμά, που πήγαινε κι αυτός μαζί, τραβώντας τα μαλλιά του, –και γύρεψε να μάθει τι συμβαίνει.
Κι αυτός Του είπε, σκύβοντας στ’ αυτί του:
— Είν’ ένας προφήτης –δεν τον ξέρεις;– είν’ ένας προφήτης ξακουστός: ήρθε στον κόσμο για να φέρει την αγάπη· μ’ αυτοί δεν τον κατάλαβαν διόλου, γιατί μιλούσε λόγια των Αγγέλων. Κι οι βασιλιάδες οι τρανοί τον φοβηθήκανε, και δώσαν προσταγή να τον κρεμάσουν· και τώρα πάνε για να τον κρεμάσουν…
Και καθώς μιλούσε φοβισμένα, τα δάκρυά του τρέχανε ποτάμι.
Κι ο Χριστός, μπήκε τότε μέσ’ στο πλήθος, και θέλησε να ιδεί στο πρόσωπό του· και καθώς πήγαινε να στρίψει στη γωνία, μπόρεσε μια στιγμή και τον αντίκρισε. Και κείνος τότε σήκωσε τα μάτια και Τον κοίταξε.
Κι όλος ο κόσμος έσβησε τριγύρω –κι ο Χριστός, τίποτ’ άλλο πια δεν έβλεπε, παρά τα φοβερά εκείνα μάτια. Και μοιάζανε σα δυο λυγμοί χαράς. Και λέγανε τα μάτια εκείνα τώρα: «Είμαστε το τραγούδι της Αγάπης, και το τραγούδι της Αθανασίας· και δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο –τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη· τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη!» Κι αυτά τα μάτια δε σφαλνούσανε ποτέ, κι έλαμπαν απ’ το φως τού μαρτυρίου…
Κι ο προφήτης σκόνταψε και τρέκλισε, γιατί και ’κείνος γνώρισε τα μάτια του Χριστού, κι έπεσε χάμου, με τα μούτρα μέσ’ στο χώμα.
Και καθώς τον έσπρωχναν οι άλλοι, και τον τραβούσαν για να σηκωθεί –μέσ’ στις φωνές και μέσ’ στη φασαρία– βρήκε την ευκαιρία ο Χριστός, και παίρνοντας στην πλάτη του το ξύλο, μπήκεν Αυτός στη θέση τού προφήτη. Κι επειδή κανένας δεν τον ήξερε, εμψυχωμένος απ’ τη μέθη της Θυσίας –τράβηξεν ίσια για να σταυρωθεί…
………………………………………………………………………………………
Και κατόπιν απ’ την Ταφή κι απ’ την Ανάσταση –καθώς τη διατήρησε η παράδοση, κι οι μαρτυρίες των τεσσάρων Αποστόλων– ο Χριστός, τυλιγμένος σ’ ένα σύννεφο, γύρισε ξανά στον ουρανό, πήγε κατευθείαν στον Πατέρα Του, και τον βρήκε που μιλούσε μ’ έναν Άγγελο.
— Γιατί το έκανες αυτό; του λέει τότε ο Θεός αυστηρά.
— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε θλιμμένα και δειλά.
Και δυο μεγάλα δάκρυα λαμπρά, ήταν έτοιμα να στάξουν απ’ τα μάτια Του.
— Θα μου κάνεις άλλοτε τη χάρη, να μην ανακατώνεσαι διόλου στις μικροϋποθέσεις των ανθρώπων –του ξαναείπε πάλι ο Θεός. Αυτές οι καλοσύνες να σου λείπουν…
Και γύρισε ξανά κι εξακολούθησε την κουβέντα που είχε με τον Άγγελο.
"Περιοδικό Μπουκέτο, 19.4.1925"
(Πηγή: sarantakos.wordpress.com)
Πρώτη φορά κατέβαινε στη Γη και μοναχός Του βάδιζε στην τύχη· ήταν ένα βράδυ ζεστό και τρυφερό, ένα δρομάκι ήσυχο φαινότανε μπροστά Του, ο ήλιος μόλις είχε βασιλέψει. Και καθώς πήρε το δρομάκι εκείνο, βγήκε προς τη μεριά της Ιουδαίας.
Φορούσε ρούχα ταπεινά και απλά, κι ακουμπούσε μαλακά σ’ ένα κλαρί, που μόλις το ’χε κόψει μέσ’ στο δάσος· δεν μπορούσε κανείς να Τον γνωρίσει, κανείς να Τον γνωρίσει κι από τίποτα –εξόν απ’ τα μεγάλα Του τα μάτια, που φέγγανε γλυκά μέσ’ στο σκοτάδι, σα δυο μεγάλα σιωπηλά φεγγάρια· έμοιαζε τώρα σαν προσκυνητής, από ’κείνους που ξεκινάνε για τόπους μακρινούς, και ζούνε διακονεύοντας στον δρόμο το ψωμί τους.
Τα ρόδα τ’ ανοιξιάτικα μοσκοβολούσαν τώρα. Γύρω ήταν απλωμένη ησυχία· τ’ άστρα φεγγοβολούσανε ψηλά, με τα γλυκά τρεμουλιαστά τους φώτα.
Κι έτσι που περπατούσε αφαιρεμένος, βυθισμένος πάντα μέσ’ στις σκέψεις Του, είδε άξαφνα, στο στρίψιμο του δρόμου, ένα πλήθος άλλα φώτα που βαδίζανε, και φτάναν τώρα, όλα μαζί, σαν ένας μεγάλος αστερισμός· τράβηξε τότε προς αυτά τα φώτα, μαντεύοντας πως σίμωνε σε κάποια πολιτεία. Κι αληθινά, εκεί, σ’ αυτό το μέρος, ήτανε μια μεγάλη πολιτεία, που, καθώς πλησίαζε, μεγάλωνε, κι άρχιζε πια να ξεχωρίζει και τα σπίτια της: ήταν όλα γύρω φωτισμένα –κι ήταν παντού η ίδια φωταψία, σάμπως να γινόταν πανηγύρι· ερχόταν, όσο σίμωνε, στ’ αυτιά Του, το βουητό και των ανθρώπων οι φωνές. Κι όταν έφτασε ακόμα πιο σιμά, είδε να προβάλλουν από πέρα, ένα πλήθος άνθρωποι που φώναζαν, και βαστούσαν πέτρες και κοντάρια, κι αναμμένους κόκκινους δαυλούς· ήταν άντρες, γυναίκες και παιδιά, και φώναζαν μαζί, και βλαστημούσαν, και χτυπούσαν τον αέρα με τις βέργες, σκούζοντας ώρες-ώρες σαν τρελοί.
Κι όταν άρχισε να βλέπει πιο καλά, είδε, μπροστά, να περπατάνε στρατιώτες, με λόγχες, με λοφία και με κράνη· κι είχανε στη μέση κάποιον άνθρωπο· κι ο άνθρωπος αυτός ήταν ξυπόλητος, όλο κουρέλια γύρω κι ελεεινός· στα μαλλιά του είχανε βάλει ένα στεφάνι αγκάθια και τσουκνίδες, και κουβαλούσε μ’ αγωνία κάποιο ξύλο.
Τα μάγουλα του ήταν γδαρμένα κι όλο αίματα, γιομάτα χώματα, φτυσιές κι ακαθαρσίες. Και το πλήθος γύρω του βοούσε, σα θάλασσα φριχτή κι ανταριασμένη. Και των πυρσών οι κόκκινες ανταύγειες, φωτίζανε παράξενα τα σπίτια, κι έκαναν να χορεύουν οι σκιές, μεγαλωμένες των ανθρώπων οι σκιές, στους φωτισμένους τοίχους, γύρω-γύρω. Τότε ο Χριστός, σπρωγμένος απ’ το πλήθος, πήγε σ’ έναν άνθρωπο σιμά, που πήγαινε κι αυτός μαζί, τραβώντας τα μαλλιά του, –και γύρεψε να μάθει τι συμβαίνει.
Κι αυτός Του είπε, σκύβοντας στ’ αυτί του:
— Είν’ ένας προφήτης –δεν τον ξέρεις;– είν’ ένας προφήτης ξακουστός: ήρθε στον κόσμο για να φέρει την αγάπη· μ’ αυτοί δεν τον κατάλαβαν διόλου, γιατί μιλούσε λόγια των Αγγέλων. Κι οι βασιλιάδες οι τρανοί τον φοβηθήκανε, και δώσαν προσταγή να τον κρεμάσουν· και τώρα πάνε για να τον κρεμάσουν…
Και καθώς μιλούσε φοβισμένα, τα δάκρυά του τρέχανε ποτάμι.
Κι ο Χριστός, μπήκε τότε μέσ’ στο πλήθος, και θέλησε να ιδεί στο πρόσωπό του· και καθώς πήγαινε να στρίψει στη γωνία, μπόρεσε μια στιγμή και τον αντίκρισε. Και κείνος τότε σήκωσε τα μάτια και Τον κοίταξε.
Κι όλος ο κόσμος έσβησε τριγύρω –κι ο Χριστός, τίποτ’ άλλο πια δεν έβλεπε, παρά τα φοβερά εκείνα μάτια. Και μοιάζανε σα δυο λυγμοί χαράς. Και λέγανε τα μάτια εκείνα τώρα: «Είμαστε το τραγούδι της Αγάπης, και το τραγούδι της Αθανασίας· και δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο –τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη· τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη!» Κι αυτά τα μάτια δε σφαλνούσανε ποτέ, κι έλαμπαν απ’ το φως τού μαρτυρίου…
Κι ο προφήτης σκόνταψε και τρέκλισε, γιατί και ’κείνος γνώρισε τα μάτια του Χριστού, κι έπεσε χάμου, με τα μούτρα μέσ’ στο χώμα.
Και καθώς τον έσπρωχναν οι άλλοι, και τον τραβούσαν για να σηκωθεί –μέσ’ στις φωνές και μέσ’ στη φασαρία– βρήκε την ευκαιρία ο Χριστός, και παίρνοντας στην πλάτη του το ξύλο, μπήκεν Αυτός στη θέση τού προφήτη. Κι επειδή κανένας δεν τον ήξερε, εμψυχωμένος απ’ τη μέθη της Θυσίας –τράβηξεν ίσια για να σταυρωθεί…
………………………………………………………………………………………
Και κατόπιν απ’ την Ταφή κι απ’ την Ανάσταση –καθώς τη διατήρησε η παράδοση, κι οι μαρτυρίες των τεσσάρων Αποστόλων– ο Χριστός, τυλιγμένος σ’ ένα σύννεφο, γύρισε ξανά στον ουρανό, πήγε κατευθείαν στον Πατέρα Του, και τον βρήκε που μιλούσε μ’ έναν Άγγελο.
— Γιατί το έκανες αυτό; του λέει τότε ο Θεός αυστηρά.
— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε θλιμμένα και δειλά.
Και δυο μεγάλα δάκρυα λαμπρά, ήταν έτοιμα να στάξουν απ’ τα μάτια Του.
— Θα μου κάνεις άλλοτε τη χάρη, να μην ανακατώνεσαι διόλου στις μικροϋποθέσεις των ανθρώπων –του ξαναείπε πάλι ο Θεός. Αυτές οι καλοσύνες να σου λείπουν…
Και γύρισε ξανά κι εξακολούθησε την κουβέντα που είχε με τον Άγγελο.
"Περιοδικό Μπουκέτο, 19.4.1925"
(Πηγή: sarantakos.wordpress.com)