Καλικάντζαροι
Εκεί που τελειώνει η αλήθεια κι αρχίζει το παραμύθι κι η φαντασία, συναντάμε τους καλικάντζαρους! Υπάρχουν ή δεν υπάρχουν; Αλήθεια ή ψέματα; Ίσως και να μας είναι αδιάφορο. Στην παράδοσή μας, τους συναντάμε με διάφορα ονόματα, όπως: καλκατζάνια, σκαλαπούνταροι, κωλοβελόνηδες, σκαλικαντζέρια, λυκοκάντζαροι, καλιτσάντεροι, καλκάνια, παγανά, καρκαντζέλια, καρκάτζια, σκαλίμπια, σκαντζάρια, τζόγιες, κ.α.
Η όψη τους, δεν είναι η καλύτερη μιας και είναι γεμάτοι κουσούρια. Στραβοκάνηδες, μονόφθαλμοι, κουτσοί, με μυτερά αφτιά ή μύτες, με ένα πόδι, με στραβά πόδια ή στραβά χέρια, με γαμψά και μυτερά νύχια. Άλλοι είναι ψηλοί και αδύνατοι κι άλλοι πολύ κοντοί. Ακόμα και στην ομιλία τους το πρόβλημα είναι έντονο αφού τσιβδίζουν, αδυνατούν να πουν καθαρά το ρο, ή το λάμδα ή το σίγμα, κι όταν μιλάνε οι τσιριχτές φωνές τους σου «τρυπούν» τα αφτιά.
Τα ρούχα τους, είναι άθλια κι αυτά. Φθαρμένα, ξεσκισμένα, κουρελιασμένα, κοντύτερα ή μακρύτερα από το μπόι τους. Κι όταν πεινάσουν, τρώνε ό,τι αηδιαστικό βρούνε μπροστά τους. Για παράδειγμα, βατράχια, φίδια, σκουλήκια και άλλα αηδιαστικά ζωύφια.
Όλο τον χρόνο ζούνε κάτω από την γη, στα έγκατά της. Εκεί βρίσκεται το δέντρο που στηρίζει την γη με τον απάνω κόσμο κι αυτά τα σιχαμερά πλάσματα, όλο τον χρόνο προσπαθούν με πριόνια, τσεκούρια, με νύχια και με δόντια, να το κόψουνε. Μα λίγο πριν το καταφέρουν, την στιγμή δηλαδή που λίγο κομμάτι του κορμού έχει μείνει στο δέντρο, έρχεται η παραμονή των Χριστουγέννων. Αυτή την ημέρα είναι που τα δαιμόνια αυτά ανεβαίνουν στον κόσμο μας. Μαζεύονται έξω από τις πόλεις και τα χωριά κι όταν η μέρα συναντήσει την νύχτα, ξεχύνονται στους δρόμους και τα σπίτια κάνοντας τις ζαβολιές και τις αταξίες τους. Μπουκάρουν στους φούρνους και αδειάζουν τα σακιά με το αλεύρι. Στα ζαχαροπλαστεία χώνουν τα χέρια τους στα σιρόπια και τα γλυκά. Κυνηγάνε τον κόσμο στους δρόμους κι όποιον πιάσουν, τον βάζουν με το ζόρι να χορέψει. Τέτοια και άλλα πολλά κάνουν και για δώδεκα μέρες μάς παιδεύουν για τα καλά. Τις ζημιές τους τις κάνουν το βράδυ, μιας και το φως της ημέρας είναι εχθρός τους. Ακόμα μεγαλύτερος εχθρός όμως για αυτά, είναι ο αγιασμός. Έτσι, όταν την ημέρα των Φώτων ο παπάς αγιάζει τα νερά, τρομαγμένα και με την ουρά στα σκέλια παίρνουν γρήγορα-γρήγορα τον δρόμο της επιστροφής για τον κάτω κόσμο φωνάζοντας:
Φεύγετε να φεύγουμε κι έφτασ’ ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του και με την βρεχτούρα του.
Μα όταν φτάνουν κάτω, μια δυσάρεστη έκπληξη τούς περιμένει. Το δέντρο της ζωής έχει θρέψει για τα καλά κι άντε πάλι αρχίζουν την ίδια δουλειά, με πριόνια και τσεκούρια, με νύχια και με δόντια, να προσπαθούν να κόψουν το δέντρο της ζωής…
Η όψη τους, δεν είναι η καλύτερη μιας και είναι γεμάτοι κουσούρια. Στραβοκάνηδες, μονόφθαλμοι, κουτσοί, με μυτερά αφτιά ή μύτες, με ένα πόδι, με στραβά πόδια ή στραβά χέρια, με γαμψά και μυτερά νύχια. Άλλοι είναι ψηλοί και αδύνατοι κι άλλοι πολύ κοντοί. Ακόμα και στην ομιλία τους το πρόβλημα είναι έντονο αφού τσιβδίζουν, αδυνατούν να πουν καθαρά το ρο, ή το λάμδα ή το σίγμα, κι όταν μιλάνε οι τσιριχτές φωνές τους σου «τρυπούν» τα αφτιά.
Τα ρούχα τους, είναι άθλια κι αυτά. Φθαρμένα, ξεσκισμένα, κουρελιασμένα, κοντύτερα ή μακρύτερα από το μπόι τους. Κι όταν πεινάσουν, τρώνε ό,τι αηδιαστικό βρούνε μπροστά τους. Για παράδειγμα, βατράχια, φίδια, σκουλήκια και άλλα αηδιαστικά ζωύφια.
Όλο τον χρόνο ζούνε κάτω από την γη, στα έγκατά της. Εκεί βρίσκεται το δέντρο που στηρίζει την γη με τον απάνω κόσμο κι αυτά τα σιχαμερά πλάσματα, όλο τον χρόνο προσπαθούν με πριόνια, τσεκούρια, με νύχια και με δόντια, να το κόψουνε. Μα λίγο πριν το καταφέρουν, την στιγμή δηλαδή που λίγο κομμάτι του κορμού έχει μείνει στο δέντρο, έρχεται η παραμονή των Χριστουγέννων. Αυτή την ημέρα είναι που τα δαιμόνια αυτά ανεβαίνουν στον κόσμο μας. Μαζεύονται έξω από τις πόλεις και τα χωριά κι όταν η μέρα συναντήσει την νύχτα, ξεχύνονται στους δρόμους και τα σπίτια κάνοντας τις ζαβολιές και τις αταξίες τους. Μπουκάρουν στους φούρνους και αδειάζουν τα σακιά με το αλεύρι. Στα ζαχαροπλαστεία χώνουν τα χέρια τους στα σιρόπια και τα γλυκά. Κυνηγάνε τον κόσμο στους δρόμους κι όποιον πιάσουν, τον βάζουν με το ζόρι να χορέψει. Τέτοια και άλλα πολλά κάνουν και για δώδεκα μέρες μάς παιδεύουν για τα καλά. Τις ζημιές τους τις κάνουν το βράδυ, μιας και το φως της ημέρας είναι εχθρός τους. Ακόμα μεγαλύτερος εχθρός όμως για αυτά, είναι ο αγιασμός. Έτσι, όταν την ημέρα των Φώτων ο παπάς αγιάζει τα νερά, τρομαγμένα και με την ουρά στα σκέλια παίρνουν γρήγορα-γρήγορα τον δρόμο της επιστροφής για τον κάτω κόσμο φωνάζοντας:
Φεύγετε να φεύγουμε κι έφτασ’ ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του και με την βρεχτούρα του.
Μα όταν φτάνουν κάτω, μια δυσάρεστη έκπληξη τούς περιμένει. Το δέντρο της ζωής έχει θρέψει για τα καλά κι άντε πάλι αρχίζουν την ίδια δουλειά, με πριόνια και τσεκούρια, με νύχια και με δόντια, να προσπαθούν να κόψουν το δέντρο της ζωής…
(Η εικόνα, από το μουσικό παραμύθι των αδελφών Κατσιμίχα: «Η Αγέλαστη Πολιτεία και οι καλικάντζαροι»)
Διαβάστε, στην σελίδα μας με τα χριστουγεννιάτικα παραμύθια, ένα παραμύθι με τους καλικάντζαρους, ή:
ΚΛΙΚ ΕΔΩ! για να μεταφερθείτε κατευθείαν.