Ε΄ ΤΑΞΗ - ΙΣΤΟΡΙΑ - ΕΝΟΤΗΤΑ Δ΄
20. Η φύλαξη των ανατολικών συνόρων και οι Ακρίτες
Το μάθημα σε παρουσίαση:
Θρύλοι της Κύπρου για τον Διγενή Ακρίτα
Ο Πενταδάκτυλος και η Πέτρα του Διγενή
Ο Διγενής Ακρίτας ήταν ο πιο αντρειωμένος από όλους τους Ακρίτες οι οποίοι φύλαγαν τα σύνορα του Βυζαντίου. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Σαρακηνών στα βουνά της Μ.Ασίας.
Μια μέρα κατεδίωκε εκεί έναν ξακουσμένο στην παλικαριά Σαρακηνό ο οποίος, νικημένος σε πολλές μονομαχίες από τον Διγενή, αποφάσισε να φύγει από τα μέρη εκείνα, επειδή κατάλαβε πως δεν μπορούσε να γλιτώσει από τα χέρια του. Μπαίνει λοιπόν σε ένα καΐκι και φεύγει για την Κύπρο. Ο Διγενής τον είδε μεσοπέλαγα. Από τον όγκο κατάλαβε πως είναι ο Σαρακηνός και αποφάσισε να τον καταδιώξει και στην Κύπρο.
Ο Σαρακηνός αποβιβάστηκε στα ακρογιάλια της Κερύνειας (στην βόρεια Κύπρο) και προχώρησε κατά την Κυθρέα, με σκοπό να δρασκελίσει τον κάμπο της Μεσαορίας, να φτάσει στην Αμμόχωστο, να μπει σε άλλο πλοίο και να πάει στην Συρία.
Έτσι θα ’χανε τα ίχνη του ο Διγενής.
Ο Διγενής όμως τον είδε, μπήκε αμέσως σε ένα καΐκι και έφτασε στα ακρογιάλια της Κερύνειας.
Μόλις ξεκίνησε από την ακρογιαλιά, βλέπει να ορθώνεται μπροστά του το βουνό του Πενταδάκτυλου και να κρύβει τον Σαρακηνό και τα ίχνη του.
Δοκίμασε να προχωρήσει, μα το βουνό ήταν μαλακό σαν ζυμάρι και δεν μπορούσε να το περάσει περπατητός. Ακούμπησε τότε το δεξί του χέρι στο πελώριο κοντάρι του, φούχτωσε με το αριστερό την κορφή του βουνού και σαν πουλί πέταξε πάνω από το βουνό. Μ’ ένα πήδημα βρέθηκε πάνω από την Κυθρέα. Τα πέντε δάκτυλα του χεριού του αποτυπώθηκαν στην μαλακή κορφή του βουνού κι έμειναν από τότε τα σημάδια τους εκεί, για να δώσουν στο βουνό το όνομα "Πενταδάκτυλος".
Ένα πρωί ο Διγενής διέκρινε μακριά μέσα στον κάμπο έναν όγκο σαν λόφο να προχωρεί κατά την Αμμόχωστο.
-«Νά τος! Αυτός είναι», είπε. «Πού πας, μωρέ!», φώναξε δυνατά κι άδραξε από εκεί έναν πελώριο βράχο και τον έριξε με όλη του την δύναμη στον Σαρακηνό. Δεν πέτυχε όμως τον στόχο του, επειδή η γυναίκα του, που φοβήθηκε μήπως σκοτωθούν άλλα πλάσματα, άρπαξε τον Διγενή από το μπράτσο την στιγμή που έριχνε τον βράχο. Έτσι ο βράχος δεν έφτασε ως τον Σαρακηνό κι έπεσε κοντά στην ρίζα του βουνού, μπήχτηκε στην γη και έμεινε εκεί ως τα σήμερα, με το όνομα "Πέτρα του Διγενή". Ο Σαρακηνός γλίτωσε κι έφυγε στον τόπο του.
Στα παράλια του χωριού της Χλώρακας σώζονται τα απομεινάρια του μεγάλου αυλακιού τού Διγενή που έφερνε το νερό από πολύ μακριά, από την Τάλα, στο παλάτι της Ρήγαινας.Ο Διγενής ήταν ένας θρυλικός υπεράνθρωπος με σωματική δύναμη και ανδρεία, προασπιστής των Ελλήνων στις ακριτικές περιοχές.
Ο Διγενής Ακρίτας αγάπησε την Ρήγαινα, που ήταν βασίλισσα της Κύπρου και είχε τον πύργο της στα Παλιόκαστρα κοντά στην Χλώρακα, και ήθελε να την πάρει γυναίκα του. Η Ρήγαινα για να τον παντρευτεί του ζήτησε να κτίσει αυτό το μεγάλο αυλάκι, όπως και έγινε.
Όμως η Ρήγαινα τον γέλασε και κατόπιν, φοβούμενη την οργή του, μπήκε σε μια βάρκα για να φύγει απο την Κύπρο.Ο Διγενής οργισμένος τής έριξε μια πέτρα που έπεσε μέσα στην θάλασσα και έχει μείνει μέχρι σήμερα, και λέγεται "νησίν του Διγενή".
Μια μέρα κατεδίωκε εκεί έναν ξακουσμένο στην παλικαριά Σαρακηνό ο οποίος, νικημένος σε πολλές μονομαχίες από τον Διγενή, αποφάσισε να φύγει από τα μέρη εκείνα, επειδή κατάλαβε πως δεν μπορούσε να γλιτώσει από τα χέρια του. Μπαίνει λοιπόν σε ένα καΐκι και φεύγει για την Κύπρο. Ο Διγενής τον είδε μεσοπέλαγα. Από τον όγκο κατάλαβε πως είναι ο Σαρακηνός και αποφάσισε να τον καταδιώξει και στην Κύπρο.
Ο Σαρακηνός αποβιβάστηκε στα ακρογιάλια της Κερύνειας (στην βόρεια Κύπρο) και προχώρησε κατά την Κυθρέα, με σκοπό να δρασκελίσει τον κάμπο της Μεσαορίας, να φτάσει στην Αμμόχωστο, να μπει σε άλλο πλοίο και να πάει στην Συρία.
Έτσι θα ’χανε τα ίχνη του ο Διγενής.
Ο Διγενής όμως τον είδε, μπήκε αμέσως σε ένα καΐκι και έφτασε στα ακρογιάλια της Κερύνειας.
Μόλις ξεκίνησε από την ακρογιαλιά, βλέπει να ορθώνεται μπροστά του το βουνό του Πενταδάκτυλου και να κρύβει τον Σαρακηνό και τα ίχνη του.
Δοκίμασε να προχωρήσει, μα το βουνό ήταν μαλακό σαν ζυμάρι και δεν μπορούσε να το περάσει περπατητός. Ακούμπησε τότε το δεξί του χέρι στο πελώριο κοντάρι του, φούχτωσε με το αριστερό την κορφή του βουνού και σαν πουλί πέταξε πάνω από το βουνό. Μ’ ένα πήδημα βρέθηκε πάνω από την Κυθρέα. Τα πέντε δάκτυλα του χεριού του αποτυπώθηκαν στην μαλακή κορφή του βουνού κι έμειναν από τότε τα σημάδια τους εκεί, για να δώσουν στο βουνό το όνομα "Πενταδάκτυλος".
Ένα πρωί ο Διγενής διέκρινε μακριά μέσα στον κάμπο έναν όγκο σαν λόφο να προχωρεί κατά την Αμμόχωστο.
-«Νά τος! Αυτός είναι», είπε. «Πού πας, μωρέ!», φώναξε δυνατά κι άδραξε από εκεί έναν πελώριο βράχο και τον έριξε με όλη του την δύναμη στον Σαρακηνό. Δεν πέτυχε όμως τον στόχο του, επειδή η γυναίκα του, που φοβήθηκε μήπως σκοτωθούν άλλα πλάσματα, άρπαξε τον Διγενή από το μπράτσο την στιγμή που έριχνε τον βράχο. Έτσι ο βράχος δεν έφτασε ως τον Σαρακηνό κι έπεσε κοντά στην ρίζα του βουνού, μπήχτηκε στην γη και έμεινε εκεί ως τα σήμερα, με το όνομα "Πέτρα του Διγενή". Ο Σαρακηνός γλίτωσε κι έφυγε στον τόπο του.
Στα παράλια του χωριού της Χλώρακας σώζονται τα απομεινάρια του μεγάλου αυλακιού τού Διγενή που έφερνε το νερό από πολύ μακριά, από την Τάλα, στο παλάτι της Ρήγαινας.Ο Διγενής ήταν ένας θρυλικός υπεράνθρωπος με σωματική δύναμη και ανδρεία, προασπιστής των Ελλήνων στις ακριτικές περιοχές.
Ο Διγενής Ακρίτας αγάπησε την Ρήγαινα, που ήταν βασίλισσα της Κύπρου και είχε τον πύργο της στα Παλιόκαστρα κοντά στην Χλώρακα, και ήθελε να την πάρει γυναίκα του. Η Ρήγαινα για να τον παντρευτεί του ζήτησε να κτίσει αυτό το μεγάλο αυλάκι, όπως και έγινε.
Όμως η Ρήγαινα τον γέλασε και κατόπιν, φοβούμενη την οργή του, μπήκε σε μια βάρκα για να φύγει απο την Κύπρο.Ο Διγενής οργισμένος τής έριξε μια πέτρα που έπεσε μέσα στην θάλασσα και έχει μείνει μέχρι σήμερα, και λέγεται "νησίν του Διγενή".
όρος Πενταδάκτυλος
Πέτρα του Διγενή (ή Πέτρα του Ρωμιού)
Ο Διγενής κι ο Χάρος
(youtu.be/BkvRY8k48y8)
Τα όπλα των ακριτών
Ακριτικά τραγούδια
Ο ΔΙΓΕΝΗΣ ΨΥΧΟΜΑΧΕΙ (με τον Νίκο Ξυλούρη)
Ο Διγενής ψυχομαχεί, κι η γης τονε τρομάζει κι η πλάκα τον ανατριχιά, πώς θα τονε σκεπάσει
γιατί εκεί που κείτεται, λόγια αντρειωμένου λέει: «Να ’χεν η γης πατήματα, κι ο ουρανός κερκέλια,
να πάτουν τα πατήματα, να ’πιανα τα κερκέλια, ν’ ανέβαινα στον ουρανό, να διπλωθώ να κάτσω,
να δώσω σείσμα τ’ ουρανού»
(youtu.be/W4OL45GF2-o)
ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ
Ένα απο τα πιο γνωστά Ακριτικά τραγούδια του μεσαιωνικού Βυζαντινού Ελληνισμού, στο οποίο περιγράφεται (με αρκετή δόση υπερβολής, βέβαια) η γενναιότητα των ακριτών και η επική επέλαση ενός νεαρού ακρίτα κατά χιλιάδων εχθρών.
(youtu.be/cZS4tmre7eU)
Οι στίχοι
(με την σύνταξη και την ορθογραφία που υπάρχει στην μελέτη του Νικολάου Πολίτη: "Ανθολογία Δημοτικού Τραγουδιού")
Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι' ο Αλέξης ο αντρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι' αντάμα έχουν τους μαύρους των 'ς τον πλάτανο δεμένους.
Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ' Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξερριζώνει.
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν και που χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε κ' έκατσε δεξιά μεριά 'ς την τάβλα.
Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί, δεν έλεε σαν αηδόνι,
μόν' ελαλούσε κ' έλεγε ναθρωπινή κουβέντα.
"Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοϊ κουρσάροι.
Πήραν τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη."
Ώστε να στρώση ο Κωσταντής και να σελλώση ο Αλέξης,
ευρέθη το Βλαχόπουλο 'ς το μαύρο καβαλλάρης.
"Για σύρε συ Βλαχόπουλο 'ς τη βίγλα να βιγλίσης,
αν είν' πενήντα κ' εκατό χύσου μακέλλεψέ τους,
κι' αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησε μας."
Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι' Αράπηδες κουρσάρους,
πλάγια κοκκινίζαν.
'ρχισε να τους διαμετράη, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάη πίσω ντρέπεται, να πάη εμπρός φοβάται.
Σκύβει φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει,
"Δύνεσαι, μαύρε μ', δύνεσαι 'ς το γαίμα για να πλέξης;
-Δύνομαι, αφέντη, δύνομαι 'ς το γαίμα για να πλέξω,
κι' όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ένα χρυσό μαντήλι,
μην τύχη λάκκος και ρηχτώ και πέσης απ' τη ζάλη.
-Σαΐτταις μου αλεξαντριαναίς, καμιά να μη λυγίσει,
και συ σπαθί μου διμισκί, να μην αποστομώσης.
Βόηθα μ', ευχή της μάννας μου και του γονιού μου βλόγια,
ευχή του πρώτου μ' αδερφού, ευχή και του στερνού μου.
Μαύρε μου, άιντε νά μπουμε, κι' όπου ο Θεός τα βγάλη!"
'Σ τα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, 'ς τα ξέβγα σαν πετρίτης,
'ς τα έμπα του χίλιους έκοψε, 'ς τα ξέβγα δυο χιλιάδες,
και 'ς το καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει.
Πήρε τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει.
'Στο δρόμο νοπού πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα.
"Πού είσαι αδερφέ μου Κωσταντά κι' Αλέξη αντρεϊωμένε;
αν είστε εμπρός μου φύγετε κι' οπίσω μου κρυφτήτε,
τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δε σας βλέπω,
και το σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,
κι' ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια."
Το παραπάνω βίντεο είναι από την παράσταση-αναδρομή στο Ελληνικό τραγούδι: «Και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως», που έγινε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τον Ιούνιο του 1994.
Στην λύρα ο Μιχάλης Καλλιοντζίδης. Τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας. Αφήγηση: Λυδία Κονιόρδου.
Στην λύρα ο Μιχάλης Καλλιοντζίδης. Τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας. Αφήγηση: Λυδία Κονιόρδου.
Αν θέλετε περισσότερα για τους ακρίτες (πληροφορίες, σχέδια, μουσική, κλπ.)
ΚΛΙΚ στην εικόνα:
ΚΛΙΚ στην εικόνα: