8 ΜΑΡΤΙΟΥ: Η ημέρα της γυναίκας
Άντον Τσέχωφ: "Ένας αριθμός"
(Στο σύντομο αφήγημα του Τσέχωφ «Ένας αριθμός» [ή «Η δασκάλα»] η δεσποινίς Ιουλία αντιπροσωπεύει τον άβουλο ανθρώπινο τύπο, που δεν τολμά να διεκδικήσει τα δικαιώματά της και συχνά πέφτει θύμα οικονομικής και κοινωνικής εκμετάλλευσης.
O Τσέχωφ σκιαγραφεί με απλό και ευτράπελο τρόπο την παθητική ψυχολογία, η οποία χαρακτήριζε [και χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό] την γυναικεία συμπεριφορά.)
Πάμπλο Πικάσσο: "Η κόκκινη πολυθρόνα"
|
...Τις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου την δεσποινίδα Ιουλία, την δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω τον μισθό της.
– Κάθησε, να κάνουμε τον λογαριασμό, της είπα. Θα 'χεις ανάγκη από χρήματα και 'σύ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου… Λοιπόν… Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια τον μήνα… – Για σαράντα. – Όχι! Για τριάντα! Το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες… Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ… – Δύο μήνες και πέντε μέρες… – Δύο μήνες ακριβώς! Το 'χω σημειώσει… Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές… Δεν δουλεύετε τις Κυριακές. Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές… |
Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.
– Τρεις γιορτές… μας κάνουν δώδεκα ρούβλια τον μήνα…
Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα… Μονάχα με την Βαρβάρα ασχολήθηκες… Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό… Δώδεκα και εφτά, δεκαεννιά. Αφαιρούμε... Μας μένουν… Χμ! Σαράντα ένα ρούβλια… Σωστά;
Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακόκκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντήλι στην μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.
– Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του… Βγάζουμε δύο ρούβλια… Το φλιτζάνι στοιχίζει ακριβότερα επειδή είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει… Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του… Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια… Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, μια καμαριέρα έκλεψε τα μποτάκια τής Βαρβάρας. Πρέπει να 'χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι' αυτό σε πληρώνουμε… Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια…
– Όχι! Δεν έγινε τέτοιο πράμα, μουρμούρισε η Ιουλία.
– Το 'χω σημειώσει!
– Καλά…
– Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα.
Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στην μύτη της.
Κακόμοιρο κορίτσι!
– Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα!… Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε… Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.
– Μπα; Κι εγώ δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου! Τρία… τρία, τρία… ένα και ένα… Πάρ' τα…
– Τρεις γιορτές… μας κάνουν δώδεκα ρούβλια τον μήνα…
Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα… Μονάχα με την Βαρβάρα ασχολήθηκες… Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό… Δώδεκα και εφτά, δεκαεννιά. Αφαιρούμε... Μας μένουν… Χμ! Σαράντα ένα ρούβλια… Σωστά;
Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακόκκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντήλι στην μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.
– Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του… Βγάζουμε δύο ρούβλια… Το φλιτζάνι στοιχίζει ακριβότερα επειδή είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει… Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του… Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια… Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, μια καμαριέρα έκλεψε τα μποτάκια τής Βαρβάρας. Πρέπει να 'χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι' αυτό σε πληρώνουμε… Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια…
– Όχι! Δεν έγινε τέτοιο πράμα, μουρμούρισε η Ιουλία.
– Το 'χω σημειώσει!
– Καλά…
– Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα.
Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στην μύτη της.
Κακόμοιρο κορίτσι!
– Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα!… Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε… Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.
– Μπα; Κι εγώ δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου! Τρία… τρία, τρία… ένα και ένα… Πάρ' τα…
Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.
– Ευχαριστώ, ψιθύρισε. Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου. – Και γιατί με ευχαριστείς; – Για τα χρήματα… – Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ; – Οι άλλοι δεν μου 'διναν τίποτα!… – Δεν σου 'διναν τίποτα! Φυσικά! Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στον φάκελο! Μα γιατί δεν φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ' αυτόν τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δεν δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη; Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε… Ά. Τσέχωφ, Διηγήματα, μετάφραση: Κ. Σιμόπουλος, εκδ. Θεμέλιο |
Το αφήγημα του Τσέχωφ είναι από το Ψηφιακό σχολείο. Αναρτήθηκε εδώ, με κάποιες γραμματικές διορθώσεις, που εκφράζουν τις απόψεις και την ιδεολογία του διαχειριστή του ιστοτόπου για την γλώσσα και την προσοχή στις λεπτομέρειες (τελικό "ν", σημεία στίξης, σύμβολα εκθλίψεων...)
Το έχουμε και σε βίντεο. Δείτε το:
(youtu.be/p_V78h36mBQ)